πονέσῃ

πονέσῃ
πονέω
work hard
aor subj mid 2nd sg
πονέω
work hard
aor subj act 3rd sg
πονέω
work hard
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πόνεση — η, Ν ευσπλανχνία, συμπάθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόνεσα, αόρ. τού πονώ + κατάλ. ση (πρβλ. μπόρε ση, συχώρε ση)] …   Dictionary of Greek

  • πονεσ(ι)άρης — α, άρικο, Ν 1. πονετικός 2. (το θηλ. με ειρωνική, σαρκαστική σημ.) η πονεσ(ι)άρα αυτή που εύκολα παραδίδεται σε ακολασία, η πόρνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόνεση + κατάλ. ιάρης* (πρβλ. λυπησ ιάρης)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”